κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… … Dictionary of Greek
κυλίσῃ — κυλίσηι , κύλισις rolling fem dat sg (epic) κυλί̱σῃ , κυλίνδω roll aor subj mid 2nd sg κυλί̱σῃ , κυλίνδω roll aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας … Dictionary of Greek
κυλισιγενής — ές (γεωμ.) αυτός που προέρχεται από κύλιση (α. «κυλισιγενής καμπύλη» η καμπύλη που παράγεται από ένα σημείο σταθερά συνδεδεμένο σε κινητή καμπύλη, η οποία κυλίεται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε σταθερή γραμμή β. «μέθοδος τών κυλισιγενών»… … Dictionary of Greek
κυλισμός — κυλισμός, ὁ (AM) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα … Dictionary of Greek
κύλισμα — το (AM κύλισμα) [κυλίνδω] το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση νεοελλ. φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως τής μιτροειδούς… … Dictionary of Greek
μετακύλιση — η (Μ μετακύλισις) [μετακυλίνδω] η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα … Dictionary of Greek
περικύλισις — ίσεως, ἡ, Α [περικυλίω] η γύρω γύρω κύλιση, περιστροφή … Dictionary of Greek